- myxinoid
- \\ˈmiksəˌnȯid\ adjective or noun
Useful english dictionary. 2012.
Useful english dictionary. 2012.
Myxinoid — Myx i*noid, a. (Zo[ o]l.) Like, or pertaining to, the genus {Myxine}. n. A hagfish. [1913 Webster] … The Collaborative International Dictionary of English
myxinoid — myx·i·noid … English syllables
μυξινοειδή — τα ζωολ. τάξη κυκλόστομων άγναθων θαλασσόβιων σπονδυλωτών που περιλαμβάνει γένη στα οποία το στόμα βρίσκεται σχεδόν στην επιφάνεια τής κεφαλής και στο χείλος τους έχουν τέσσερα ζεύγη κεραιών και λίγα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek